μεγαλικώτατος

μεγαλικώτατος
μεγᾰλικώτατος, η, ον, late [comp] Sup. of μέγας, μ. δίφθογγος Sch.D.T. p.199 H.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • μεγαλικώτατος — μεγαλικώτατος, άτη, ον (Α) άλλος τ. υπερθ. τού μέγας. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέγας, μεγάλου + κατάλ. ικώτατος, κατά τα επίθ. σε ικός] …   Dictionary of Greek

  • μεγαλικωτάτην — μεγαλικώτατος fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”